BLOGGER TEMPLATES - TWITTER BACKGROUNDS »

Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Ο ταξιδιώτης και η μαργαρίτα ... Tου Ευγένιου Τριβιζά

Μεσάνυχτα... Στον ουρανό τον ήσυχο, το βαθυσκότεινο, θαμποσβήνουν δειλά, αχνόφωτα τα αστέρια σ’ άπειρους μαγευτικούς συνδυασμούς, αμέτρητες εξωτικές, παραμυθένιες ζωγραφιές. Αστέρια πολλά. Μυριάδες αστέρια. Φαναράκια χρυσαφιά, που, με τις τοσοδούλικες τους λάμψεις, ζωγραφίζουν στα μενεξεδένια βελούδα γαλέρες, γιρλάντες, άτια και κάστρα και θεριά παράξενα. Εκεί ψηλά, στων αστεριών τον κόσμο που η χλωμόχρυση σελήνη βασιλεύει, πλανιόταν κάποτε συντροφικά τρία άστρα μικρά, αδέλφια αγαπημένα. Το πρώτο το ‘λεγαν Αυγερινό, τα’ άλλο Αστραφτερή και το τρίτο το τελευταίο, που ‘χε την πιο γλυκόθωρη λάμψη απ’ όλα τ’ άλλα αστέρια που το στερέωμα στολίζουν, το ‘λεγαν «Καμάρι τ’ Ουρανού». Ανέμελα έπαιζαν κρυφτό στα πουπουλένια νέφη, κυνηγητό με τις φεγγαραχτίδες, που γλιστρούσαν γοργά, γνέφανε γελαστά, χάνονταν και ξέφευγαν στ’ απλόχωρα ουράνια χαρωπές. Ώσπου κουράστηκε κάποια νυχτιά το Καμάρι τ’ Ουρανού με τ’ αδέλφια του αντάμα. Απόκαμε να παίξει. Βαρέθηκε να θαυμάζει το φεγγάρι εκστατικά. Πεθύμησε σ’ άλλους κόσμους, κόσμους πρωτόγνωρους, αλαργινούς, να ταξιδέψει. Δεν το χώραγε ο ουρανός, άχαρος και πληχτικός του φαινότανε ο γαλαξίας. - Μη φεύγεις! παρακάλεσε η Αστραφτερή. - Μη μας αφήνεις! κλάφτηκε ο Αυγερινός. Μα το ‘χε πάρει απόφαση το Καμάρι τ’ Ουρανού. Υπόσχεση του έδωσε πως θα γυρνούσε σίγουρα, προτού η ροδόλουστη αυγούλα ξεπροβάλει, και, μ’ ένα σάλτο ανάλαφρο, αποχαιρέτησε τους συντρόφους του και τις ουράνιες στράτες. Άρχισε να γλιστρά γοργά στο διάφανο διάστημα, νιώθοντας έναν ίλιγγο μεθυστικό, ίλιγγο που τ’ ανατρίχιαζε, του έκοβε την ανάσα. Ένα τράνταγμα, μια μαρμαρυγή, κι έπεσε το Καμάρι τ’ Ουρανού στη Γή! Όταν συνήλθε απ’ την παραζάλη, έφερε το βλέμμα γύρωθε του. Είχε βυθιστεί σ’ ένα λιβάδι άγνωστο και σκοτεινό, κι η αχνή του ανάσα φανέρωνε μια ύπαρξη μαγευτική, εκεί κοντά του. Πλάι του ακριβώς, στην άκρη μίσχου λεπτού, φύτρωνε ένας ήλιος τοσοδούλης, στεφανωμένος πάλλευκες αχτίδες. - Ποιος είσαι; μίλησε η μαργαρίτα πρώτη. - Ένας ταξιδιώτης από το γαλαξία. Εσύ; - Λουλούδι. Δεν έχεις ξαναδεί; - Όχι. Από πού έπεσες εδώ; - Δεν έπεσα. Εδώ έτυχε ν’ αναστηθώ, εδώ, σ’ ένα λιβάδι μυστικό, να ρουφώ από τη γή πικρούς χυμούς και να προσμένω… Δε χόρταινε να την κοιτά, να θαυμάζει το φλουράτο κεφαλάκι με τα χαριτωμένα πέταλα, τον ντελικάτο μίσχο της τον τρυφερό. Απόμειναν για λίγο σιωπηλοί. Μόνο τ’ αργοθρόισμα ακουγόταν. Ύστερα, σιγανή άκουσε τη φωνή της: Έψαχνες να με βρείς; Έτσι θαρρώ! Είχε σκήψει πλάι του. Πολύ κοντά του. Ένιωσε το άρωμα της. Ένα της πέταλο άγγιξε μια χρυσαφιά του ακίδα. Ρίγησαν. Μια άλικη σπίθα ελαμψε ανάμεσα τους, κι η ψυχή του ξενιτεμένου αστεριού πλημμύρισε λατρεία τρυφερή για την μαργαρίτα την χλωμή, που ‘γερνε πλάι του σιγοτρέμοντας, απ’ τη φεγγοβολιά του θαμπωμένη. Κι εκείνη η κρυσταλλένια νύχτα ήταν μεγάλη, ατέλειωτη, με ώρες μεθυστικές, αμέτρητες, στιγμές μαγευτικές, ολόδικες τους. Το βαθυσκότεινο λιβάδι κοιμόταν απέραντο, ανασαλεύοντας νωχελικά στη μυρωμένη αύρα. Ξάφνου, μια σκιά πέρασε σαν αστραπή απ’ το λιβάδι, και προτού καλά καλά φανεί, την κατάπιε πάλι το σκοτάδι. Το αστέρι ένιωσε μια σαΐτα να κεντά τα’ ασημένια του τα φυλλοκάρδια, και την ίδια τη στιγμή ζήλια μαρτυρική στην ψυχή του να φουντώνει! Όσο ένιωθε την καλή του αγγελικά να το θωρεί, αμφιβολία βασανιστική το τυραννούσε, ζήλια για κάθε χορτάρι του απέραντου αγρού, για κάθε κρυφή της μαργαρίτας σκέψη… Βαθιά την αγαπούσε. Κι εκείνη το ίδιο άραγε; Αν καμωνόταν; Αν κάποιο άλλο αστέρι πρόσμενε; Αν πεταλούδες πλουμιστές ονειρευόταν; Αν ταξίδευε κι αυτή στα όνειρά της; Πως θα σιγουρευόταν; Πως θα μάθαινε τα μυστικά της; Πως; Τέτοια συλλογιζόταν, όταν τράβηξε με δύναμη ένα πέταλο χιονάτο. - Μ’ αγαπά, μουρμούρισε όπως τ’ άφηνε να πέσει. Έπειτα, δισταχτικά τράβηξε ακόμα ένα. - Δεν μ’ αγαπά, ψέλλισε βραχνά. - Μη! στέναξε η μαργαρίτα τρέμοντας από πόνο γλυκό, παράπονο, απορία. Μα μες στη μέθη του τα’ αστέρι, πως θα μάθαινε, όπου να ‘ναι την αλήθεια, δεν έδωσε στο μαρτύριο της σημασία. - Μ’ αγαπά: γέλαγε τρισευτυχισμένο. - Δε μ’ αγαπά! θρηνούσε σκυθρωπό. Κι ασυλλόγιστα μαδούσε ολοένα τα πέταλα της τα χιονάτα, ένα ένα. - Γιατί; ψιθύριζε τ’ άδολο ανθάκι λαβωμένο. Μα τ’ αστέρι δεν την άκουγε, στον οίστρο του παραδομένο. - Μ’ αγαπά! - Δε μ’ αγαπά! Πονούσε η μαργαρίτα. Πονούσε πολύ. Με κάθε πέταλο απαλό έφευγε και μια πνοή. Ώσπου τράβηξε το στερνό της πέταλο τ’ αστέρι. - Μ’ αγαπά! φώναξε χαρούμενο. Κι ο αντίλαλος του γύρισε θλιμμένος πίσω. Σταμάτησε, σκέφτηκε. Είδε την μαργαρίτα να σκιρτά όλο παράπονο, να ξεψυχά εκεί, στης λάμψης του την αχνόφωτη αγκαλιά. Έγειρε αργά αργά, άγγιξε τη χλόη. Της αύρας η πνοή πήρε τα πέταλα, τα σκόρπισε τριγύρω. Ύστερα, τίποτ’ άλλο πια. Μόνο σκοτάδι. Κι ολόγυρα, σκούρα, πυκνά χορτάρια απειλητικά. Τότε μόνο ένιωσε τι της είχε κάνει. Τρεμόπαιξε για μια στιγμή, στέναξε κι έπαψε ν’ ανασαίνει χρυσαφένιο φως. Άδικα πρόσμενε ο Αυγερινός. Άδικα τ’ αναζητούσε η Αστραφτερή.. γιατί δε γύρισε το Καμάρι τ’ Ουρανού, όπως είχε υποσχεθεί; Την άλλη μέρα, όταν ροδόλουστη η αυγή απ’ της ανατολής τ’ ασημογάλαζα ξεπρόβαλε τα τούλια, σ’ απλόχωρο λιβάδι λιόχαδο, πνιγμένα μες στη δροσερή του αγκάλη, βρήκε μια μαδημένη μαργαρίτα κι ένα σβησμένο αστέρι βυθισμένα…


Παρασκευή 26 Μαρτίου 2010

Η σοφία της ψυχής ...

" … Αν δεν κτυπούσανε τα κύματα εκείνους τους βράχους στ' ακροθαλάσσι, δε θα καμάρωνες το σχήμα τους.
Έτσι δεν είναι;
Στοιχίζει ακριβά η πείρα, αγόρι μου ...
Στοιχίζει πανάκριβα η σοφία της ψυχής. Γιατί η σοφία του μυαλού είναι άλλο πράμα. Την αποκτά κανείς με τη γνώση. Τούτη δω που σου λέω, η σοφία της ψυχής, αποκτιέται μόνο με πόνο. Κάποιες στιγμές αναρωτιέμαι αν αξίζει τον κόπο.
Δεν ξέρω ... Άντε βάλε τσίπουρο ... Σαν το νερό πάει το άτιμο…

Κάποτε πίστεψα κι εγώ όπως πολλοί άλλοι, πως θα ' φτιαχνα από την αρχή τον κόσμο. Τα' δωσα όλα. Δεν κράτησα ουτ' ένα ψίχουλο για τον εαυτό μου. Γιατί έτσι είμαι γω, π ' ανάθεμά με. Ή αδειάζω το ποτήρι μου ή δεν το λερώνω καθόλου. Δεν έγινε τίποτα. Ο κόσμος στο χειρότερο πάει.
Και ξέρεις ποιό είναι το παράξενο;
Δεν αισθάνομαι χαμένος . Προδομένος .

Προσωπική υπόθεση, φίλε, η δικαίωση .
Καθένας χαράσει με το σουγιαδάκι του ένα σήμα στο δέντρο της ζωής. Είναι μερικοί, που χαράσοντας αυτό το σήμα, τους ξεφεύγει το μαχαίρι και πληγώνονται. Είναι γιατί ήταν πολύ παθιασμένοι εκείνη τη στιγμή. Είναι γιατί τρέμανε τα χέρια τους από τα πολλά όνειρα. Είναι γιατί τα μάτια τους είχαν θαμπωθεί από την ομορφιά του κόσμου.

Ε! Δεν έπαψε και η γη να γυρίζει. Ε; …"


Το χρώμα του φεγγαριού

Αλκυόνη Παπαδάκη

Τρίτη 16 Μαρτίου 2010

Το ουσιαστικό είναι αόρατο στο μάτι .

Υπήρχε ένα μικρό αγόρι που ζούσε πάνω σε ένα αστέρι . Πάνω σε αυτό το αστέρι δεν υπάρχει τίποτε άλλο εκτός από ένα μεγάλο δέντρο και δυο ηφαίστεια. Το αγόρι είναι ένα πολύ λεπτό, ευαίσθητο και καταπληκτικό παιδί. Παραδείγματος χάρη αγαπάει τα ηλιοβασιλέματα , γιατί είναι όμορφα και λυπητερά.
Μια μέρα φτάνει στον πλανήτη ένας σπόρος και το παιδί τον παρατηρεί να μεγαλώνει και να γίνεται τριαντάφυλλο. Παρακολουθεί με πάθος την άνθηση του , μέχρι που γίνεται ένα υπέροχο λουλούδι, μα εκτός από όμορφο γίνεται και ματαιόδοξο (όπως συμβαίνει συχνά με τα όμορφα πράγματα ) . Έτσι όλο καμαρώνει τον εαυτό του και λέει , «Προστάτεψε με από τον ήλιο , προστάτεψε με από τον άνεμο» και τον τρελαίνει κυριολεκτικά , μέχρι που το αγόρι βλέπει ότι δεν καταλαβαίνει καθόλου το λουλούδι του . Φεύγει λοιπόν και πετάει σε άλλους πλανήτες για να μάθει για την αγάπη , την ζωή και τους ανθρώπους . Στη γη συναντάει μια αλεπού , και η μικρή αλεπού λέει στον μικρό πρίγκιπα «Εξημέρωσε με» . Ο μικρός πρίγκιπας της λέει « Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό, πες μου τι σημαίνει» . Η αλεπού τότε του λέει πώς να κάνει σχέσεις με τους ανθρώπους . Να τους γνωρίσει και να τους νοιάζεται . Ο μικρός πρίγκιπας της λέει « Αν σε εξημερώσω , να θυμάσαι πως δεν μπορώ να μείνω μαζί σου πολύ καιρό . Πρέπει να φύγω .» Και η αλεπού του απαντάει « Όταν φύγεις, θα στενοχωρηθώ πολύ και θα κλάψω» . Τότε ο πρίγκιπας την ρωτάει « Μα γιατί θέλεις τότε να σε εξημερώσω , αφού αυτό θα σε κάνει να υποφέρεις ;» Και η αλεπού του απαντάει « Επειδή έχουν τέτοιο χρώμα τα σταροχώραφα» . Ο πρίγκιπας της λέει «Δεν καταλαβαίνω» ….. «Δεν τρώω ψωμί . Το σιτάρι δεν μου χρειάζεται σε τίποτε . Τα σταροχώραφα δεν έχουν να μου πουν τίποτε . Και αυτό είναι θλιβερό . Εσύ όμως έχεις μαλλιά με ολόχρυσο χρώμα . Σκέψου όταν θα με εξημερώσεις . Το σιτάρι , που είναι κι αυτό χρυσό , θα μου φέρνει πίσω τη δική σου σκέψη . Και θα κάθομαι ν ‘ακούω τον άνεμο μέσα στα σταροχώραφα ….»
Έτσι λοιπόν ξεκίνησε το τελετουργικό της εξημέρωσης που είναι το όμορφο τελετουργικό ανοίγματος στον άλλο. Έτσι ο μικρός πρίγκιπας εξημέρωσε την αλεπού. Και όταν έφτασε η ώρα για την αποχώρησή του … «Α , τώρα θα κλάψω» είπε η αλεπού . « Εσύ φταις» της είπε ο μικρός πρίγκιπας «Ποτέ δεν θέλησα να σε πληγώσω. Εσύ ήθελες να σε εξημερώσω …»
«Ναι έτσι είναι» είπε η αλεπού . « Μου έκανε καλό, εξαιτίας του χρώματος των σταροχώραφων» και μετά πρόσθεσε « Πήγαινε κοίταξε τα τριαντάφυλλα. Θα καταλάβεις τώρα ότι το δικό σου είναι μοναδικό στον κόσμο . Μετά έλα ξανά να με αποχαιρετήσεις και θα σου χαρίσω ένα μυστικό» . Ο μικρός πρίγκιπας έφυγε για να κοιτάξει τα τριαντάφυλλα « Δεν είσαστε ίδια με το δικό μου τριαντάφυλλο» είπε «Δεν είσαστε ακόμη τίποτε . Κανείς δεν σας έχει εξημερώσει και δεν εξημερώσατε κανέναν» Είσαστε σαν την αλεπού μου όταν την πρωτοσυνάντησα . Ήταν μια αλεπού μόνο ανάμεσα σε χιλιάδες άλλες . Τώρα όμως για μένα είναι μοναδική σε ολόκληρο τον κόσμο» και τα τριαντάφυλλα δεν ήξεραν τι να πουν . «Είσαστε όμορφα , αλλά είσαστε άδεια .» Γύρισε πάλι να δει την αλεπού « Αντίο» της είπε . «Αντίο» , είπε η αλεπού . « Και τώρα θα σου πω το μυστικό μου , ένα πολύ απλό μυστικό . Μόνο με την καρδιά μπορεί να δει κανείς σωστά . Το ουσιαστικό είναι αόρατο στο μάτι» .
« Το ουσιαστικό είναι αόρατο στο μάτι» επανέλαβε ο μικρός πρίγκιπας για να μην το ξεχάσει . « Το ουσιαστικό είναι αόρατο στο μάτι ….» .

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2010

Ένα παραμύθι ...

Ήταν κάποτε ένας νέος που κάθε βράδυ που ξάπλωνε, μετρούσε τ' αστέρια και αποκοιμόταν μετρώντας. Κάθε βράδυ λοιπόν στον ύπνο του έβλεπε μια πολύ όμορφη κοπέλα.

Και κάθε πρωί ο νέος την έψαχνε.


Έψαχνε να τη βρει ...

Μέχρι που μια μέρα αποφάσισε ότι δεν του έφτανε η μέρα για να ψάχνει, αλλά χρειαζόταν και τη νύχτα. Άρχισε λοιπόν να ψάχνει όλη μέρα, όλη νύχτα, όλες τις μέρες. Οι μέρες έγιναν μήνες και οι μήνες χρόνια. Ο νέος όμως, αφού δεν ξάπλωνε μετρώντας τ' άστρα δεν τη θυμόταν και δεν ήξερε που να ρωτήσει. Ρωτούσε απλώς για την πιο όμορφη γυναίκα σε κάθε μέρος που πήγαινε και ο κόσμος του έδειχνε την όμορφη της περιοχής Καμιά όμως δεν του θύμιζε τη δικιά του.

Συνέχιζε ωστόσο να περπατάει και να ψάχνει ...Πέρασε χώρες και χωριά και πολιτείες και δάση, μέχρι που έφτασε σε μια χώρα όπου οι άνθρωποι έφτιαχναν τα σπίτια τους με γυάλινη στέγη κι έτσι ο νέος κοιμήθηκε μετρώντας τ' άστρα και την είδε ξανά στον ύπνο του. .Συνάμα συνειδητοποίησε πως τόσο καιρό Την έψαχνε χωρίς αποτέλεσμα. Πείστηκε πως ήταν καιρός να σταματήσει. Έτσι αποφάσισε να μη ξαναμετρήσει τ' άστρα.

Το άλλο πρωί ψάχνοντας για φαΐ και όχι για την Πεντάμορφη των ονείρων του ο νέος γνώρισε μια υπηρέτρια, όμορφη και πολύ ευγενική μαζί του. Σκέφτηκε ότι Της έμοιαζε. .Κι έτσι παντρεύτηκαν ...

Πέρασε ο καιρός και τα χρόνια. Ο νέος είχε κάνει οικογένεια κοντά στην αγαπημένη του και είχε ξεχάσει την όμορφη άγνωστη. Κάτι όμως είχε αρχίσει να τον βασανίζει τον τελευταίο καιρό. Σκέφτηκε να ξαναμετρήσει τ' άστρα και το έκανε. Όμως, επειδή ήταν με άλλη γυναίκα, δεν Την είδε. .Εγκατέλειψε λοιπόν την ίδια νύχτα γυναίκα και παιδιά και συνέχισε το ταξίδι που είχε αφήσει για χρόνια, αρχίζοντας το ψάξιμο για μια ακόμη φορά..

Εκείνη. .Τη Νεράιδά του..

Που ήταν όμορφη σαν γοργόνα και γλυκιά σαν άγγελος..

Έφτασε λοιπόν σε μιαν άλλη χώρα, όπου και γινόταν ένας διαγωνισμός .Επειδή η πριγκίπισσα ήταν εγωίστρια και κακιά, ο πολυχρονεμένος βασιλιάς πατέρας της, έψαχνε κάποιον που θα την έκανε καλή και πονόψυχη. Πολλά βασιλόπουλα είχαν πάει και πολλοί ευγενείς και άρχοντες είχαν προσπαθήσει να την αλλάξουν, χωρίς επιτυχία.

Ο νέος, όταν ήταν η σειρά του να προσπαθήσει, μην έχοντας τι να κάνει, της είπε την ιστορία του. Απ' το ότι κάθε βράδυ αποκοιμιόταν βλέποντας τ' αστέρια και μαζί τους μια κοπέλα και κάθε πρωί την έψαχνε, αλλά ποτέ δεν τη βρήκε, μέχρι που έφτασε στη χώρα της πριγκίπισσας. .Αυτή συγκινήθηκε και μαλάκωσε η ψυχή της. Είπε στο νέο λοιπόν να κοιμάται μαζί της για να μετρούν μαζί τ' άστρα. Ο νέος, σταμάτησε για άλλη μια φορά να βλέπει την αγγελική μορφή Της. Ξυπνώντας, είδε την πριγκιποπούλα να κοιμάται. Κι ήταν όμορφη, πανέμορφη. Για μια στιγμή του πέρασε απ' το μυαλό ότι ήταν Αυτή..

Την παντρεύτηκε λοιπόν. Οι γάμοι τους κράτησαν μέρες πολλές, βδομάδες. Ο νέος έγινε βασιλιάς της χώρας και η πριγκίπισσα στέφθηκε βασίλισσα. Πέρασαν έτσι πολλά χρόνια. Μέχρι που ο νέος, έφυγε για μια εκστρατεία της χώρας του. Κοιμισμένος ένα βράδυ, στο μέρος που είχαν κατασκηνώσει, κάτω απ τον έναστρο ουρανό, Την είδε. Και την είδε να τον φωνάζει, να τον ζητά απεγνωσμένα. Δεν άντεξε άλλο. Τράβηξε το σπαθί του και αυτοκτόνησε.

Κανείς δεν κατάλαβε πως πέθανε ο βασιλιάς εκείνο το βράδυ. Η τελετή της κηδείας έγινε γρήγορα και μετά από λίγο το θέμα έληξε. Η βασίλισσα παντρεύτηκε άλλον και ο παλιός βασιλιάς ξεχάστηκε.

Κι όμως στο κοιμητήριο, μια κοπέλα τριγύριζε για μέρες τον τάφο. .Και καθόταν εκεί το βράδυ. Ήταν όμορφη σαν γοργόνα και γλυκιά σαν άγγελος. Μέχρι που ένα πρωί τη βρήκαν νεκρή δίπλα στον τάφο του, μ' ένα μαχαίρι μπηγμένο στο στέρνο. Ήταν Εκείνη.. Είχε πάει να τον συναντήσει σε μια άλλη ζωή..

Οι θεοί όμως τους λυπήθηκαν και τους έκαναν δυο αστέρια. Δυο αστέρια που είναι πολύ κοντά το ένα στο άλλο, αλλά το ένα δε φτάνει ποτέ το άλλο.. Προσπαθούν και τα δύο, αλλά ποτέ δεν τα καταφέρνουν. Έτσι έμειναν αθάνατοι ,για να θυμάται ο κόσμος την ιστορία τους. Τα βράδια κοιτιούνται και δε χορταίνει ο ένας τον άλλο..

Έτσι ο επόμενος που θα μετρά τ' αστέρια κάθε βράδυ θα τους βλέπει και θα μετρά δυο αστέρια παραπάνω..